- ὑπερεγρήγορα
- ὑπερεγρήγορα, [tense] pf. 20f Υπερεγείρω,A watch on behalf of, τινος Philostr. VA8.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερεγρήγορα — Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) επιτηρώ για χάρη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐγρήγορα παρακμ. τού ρ. ἐγείρω] … Dictionary of Greek